- διορατικός
- -ή, -ό (AM διορατικός, -ή, -ον) [διορώ]αυτός που προβλέπει κάτι, οξυδερκήςνεοελλ.αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διόραση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διορατικός — clear sighted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ικανότητα να διακρίνει, να προβλέπει, ο οξυδερκής: Η επιχείρησή του πάει καλά, γιατί είναι διορατικός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διορατικά — διορατικός clear sighted neut nom/voc/acc pl διορατικά̱ , διορατικός clear sighted fem nom/voc/acc dual διορατικά̱ , διορατικός clear sighted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικώτερον — διορατικός clear sighted adverbial comp διορατικός clear sighted masc acc comp sg διορατικός clear sighted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικῶν — διορατικός clear sighted fem gen pl διορατικός clear sighted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικόν — διορατικός clear sighted masc acc sg διορατικός clear sighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικώτατον — διορατικός clear sighted masc acc superl sg διορατικός clear sighted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικαί — διορατικός clear sighted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικοῖς — διορατικός clear sighted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορατικοί — διορατικός clear sighted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)